- ἵππαιχμος
- ἵππαιχμος1 of armed horsemen
ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον N. 1.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον N. 1.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ίππαιχμος — ἵππαιχμος, ον (Α) αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέτ αιχμος, σύν αιχμος] … Dictionary of Greek
ἵππαιχμον — ἵππαιχμος fighting on horseback masc/fem acc sg ἵππαιχμος fighting on horseback neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππαιχμία — ἱππαιχμία, ἡ (Α) [ίππαιχμος] μάχη ιππικού, ιππομαχία … Dictionary of Greek